τσιμεντάρισμα

τσιμεντάρισμα
çimentolama, beton dökme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσιμεντάρισμα — το ατος, επίστρωση ή βούλωμα με τσιμέντο: Τσιμεντάρισμα της αυλής. – Τσιμεντάρισμα της τρύπας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμεντάρισμα — το, Ν [τσιμεντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”